- αχλή
- haze
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
αχλή,η — αχλή, η 1. θόλωση της ατμόσφαιρας, ελαφρή ομίχλη, καταχνιά: Μια αχλή τούς εμπόδιζε να δουν μακριά. 2. κατσουφιά στο πρόσωπο, μελαγχολία. Στο πρόσωπό του απλωνόταν μια αχλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
ՅԱՐԱՄՈՒՐ — ( ) NBH 2 0343 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 12c ա.գ.մ. ՅԱՐԱՄՈՒՐ ՅԱՐԱՄՐԻ. գրի եւ ԱՐԱՄՈՒՐ. մանաւանդ ԶԱՐԱՄՈՒՐ, զոր տեսցես. Պնդապէս յարեալ, եւ որպէս թէ յարելով ամրացեալ. խտացեալ. բո՛ւռն. սաստիկ, հոծ. խիտ. խռկեալ. մթագին. մութն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԱՐԱՄՐԻ — ( ) NBH 2 0343 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 12c ա.գ.մ. ՅԱՐԱՄՈՒՐ ՅԱՐԱՄՐԻ. գրի եւ ԱՐԱՄՈՒՐ. մանաւանդ ԶԱՐԱՄՈՒՐ, զոր տեսցես. Պնդապէս յարեալ, եւ որպէս թէ յարելով ամրացեալ. խտացեալ. բո՛ւռն. սաստիկ, հոծ. խիտ. խռկեալ. մթագին. մութն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)